φρενοκομείο

φρενοκομείο
το, Ν
1. (παλ. όρος) ψυχιατρείο
2. φρ. «είναι για το φρενοκομείο» — πάσχει διανοητικά, δεν είναι στα καλά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + -κομείο (< -κομος < κομώ «φροντίζω») κατά το νοσοκομείο. Η λ., στον λόγιο τ. φρενοκομεῖον, μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φρενοκομείο — το νοσηλευτικό ίδρυμα για τους φρενοπαθείς, ψυχιατρείο, τρελοκομείο, άσυλο ψυχοπαθών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -κόμος — ο, η, θηλ. και α (ΑM κόμος) β συνθετικό πολλών συνθέτων τής Αρχαίας και Νέας Ελληνικής που προέρχεται από το ρ. κομῶ, έω «περιποιούμαι, φροντίζω», που απαντά μόνο στην Αρχαία Ελληνική. Όλα αυτά τα σύνθετα είναι παροξύτονα σε αντιδιαστολή με… …   Dictionary of Greek

  • φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… …   Dictionary of Greek

  • Γκόγια ι Λουθιέντες, Φρανθίσκο — (Francisco Goya y Lucientes, Φουεντετόδος, Αραγονία 1746 – Μπορντό 1828).Ισπανός ζωγράφος και χαράκτης. Τέταρτο παιδί του επιχρυσωτή Χοσέ και της Γκραθία Λουθιέντες, φοίτησε στο Κολέγιο του Τάγματος των Ευαγών Σχολών στη Σαραγόσα, όπου αργότερα… …   Dictionary of Greek

  • Εμινέσκου, Μιχαήλ — (Mihail Eminescu, Μποτοσάνι, Μολδαβία 1850 – Βουκουρέστι 1889). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Ρουμάνου ποιητή Μιχαήλ Εμινόβιτσι (Mihail Eminovici). Έπειτα από μια περιπετειώδη νεότητα, ο Ε. πήγε για σπουδές στη Βιέννη, όπου συμμετείχε στο… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Κλερ, Τζον — (John Clair, 1793 – 1864). Άγγλος ποιητής. Καταγόταν από φτωχή οικογένεια. Σε ηλικία 7 ετών διέκοψε την παρακολούθηση του σχολείου και έγινε βοσκός. Λίγα χρόνια αργότερα προσελήφθη ως εργάτης σε κάποιο αγρόκτημα, ενώ ταυτόχρονα παρακολουθούσε… …   Dictionary of Greek

  • Κωνσταντάς, Αναστάσιος — (Ιωάννινα 1800 – Κωνσταντινούπολη 1876). Λόγιος. Σπούδασε τα ελληνικά γράμματα στην ιδιαίτερη πατρίδα του και σε σχολείο της ελληνικής κοινότητας στην Οδησσό. Μετέφρασε την τραγωδία του Ευριπίδη Εκάβη (Οδησσός, 1831), χωρισμένη σε πράξεις,… …   Dictionary of Greek

  • Λέναου, Νικολάους — (Nicolaus Lenau, Κσατάντ, Ουγγαρία 1802 – Ομπερντέμπλινγκ, Βιέννη 1850). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Αυστριακού ποιητή Νικολάους Νιμπς φον Στρελενάου (Nikolaus Niembsch von Strehlenau). Σπούδασε νομικά και ιατρική και εγκαταστάθηκε στη Στουτγάρδη,… …   Dictionary of Greek

  • Λι, Ναθάνιελ — (Nathaniel Lee, 1653 – 1692). Άγγλος δραματικός ποιητής. Ξεκίνησε ως ηθοποιός, δίχως όμως να ευδοκιμήσει στον χώρο. Αργότερα στράφηκε στη λογοτεχνία και αφοσιώθηκε στη συγγραφή τραγωδιών. Έγραψε τον Νέρωνα (1675), τον Θάνατο του Μεγάλου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”